- ξεθεμελιωτής
- ο [ξεθεμελιώνω]1. αυτός που γκρεμίζει κάτι από τα θεμέλια, που ξεθεμελιώνει2. μτφ. αυτός που επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή, που αφανίζει, καταστροφέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεθεμελιωτής — ο αυτός που καταστρέφει απ τα θεμέλια, χαλαστής, καταστροφέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)